Πώληση - meaning and definition. What is Πώληση
DICLIB.COM
AI-based language tools
Enter a word or phrase in any language 👆
Language:     

Translation and analysis of words by artificial intelligence

On this page you can get a detailed analysis of a word or phrase, produced by the best artificial intelligence technology to date:

  • how the word is used
  • frequency of use
  • it is used more often in oral or written speech
  • word translation options
  • usage examples (several phrases with translation)
  • etymology

What (who) is Πώληση - definition


Πώληση         
Πώληση είναι η μεταξύ προσώπων (φυσικών ή νομικών) διμερής σύμβαση με την οποία ο ένας των συμβαλλομένων (πωλητής) αναλαμβάνει την υποχρέωση να μεταβιβάσει την κυριότητα και να παραδώσει, αντί συμφωνημένου τιμήματος, στον έτερο (αγοραστή), ορισμένο πράγμα, (αγαθό, ή δικαίωμα) και ελεύθερο από κάθε δικαίωμα τρίτου, ενώ ο αγοραστής την υποχρέωση να καταβάλει το συμφωνηθέν τίμημα.
Ανοιχτή πώληση         
Η πρακτική της ανοιχτής πώλησηςανοιχτή πώληση λεξικό ορολογίας iateΟ όρος χρησιμοποιείται συχνότερα από τον τύπο, τα ΜΜΕ και από φορείς όπως η Ελληνική Ένωση Τραπεζών και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Ελλάδας (short selling, σορτ σέλινγκ, γνωστή και ως shorting ή going short ή ακάλυπτη πώλησηακάλυπτη πώληση 1 λεξικό ορολογίας iateακάλυπτη πώληση 2 λεξικό ορολογίας iate ή σόρτινγκ ή πάω για την πτώση ή ποντάρισμα στην πτώση) στη χρηματοοικονομική είναι η πώληση περιουσιακών στοιχείων, συνήθως χρεογράφων, τα οποία ο πωλητής-short έχει «δανειστεί» από τρίτον (συνήθως χρηματιστηριακό μ
Χονδρική πώληση         
Χονδρική πώληση ονομάζεται η πώληση και αγορά αγαθών , εμπορευμάτων και υπηρεσιών σε μεγάλες ποσότητες (χονδρικώς). Αφορά συναλλαγές κυρίως μεταξύ επαγγελματιών.